Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008

Etymology of scope

Etymology of scope.
Scope (aim, purpose, an end, extent or range of view) derives from the Latin scopus, from the Greek σκοπός (scopos; scope) from the verb σκοπέω (scopeo; aim, intend, watch).

In modern Greek.
a) σκοπός: aim, goal, end, sentry [scopos]
β) σκοπεύω: aim, intend [scopevo]
γ) σκοπιά: look-out post [scopia]
δ) σκόπιμα: adj intentional [scopima]

OED

Η λέξη scope (σκοπός, εύρος) προέρχεται από το Λατινικό scopus, από το ελληνικό σκοπός από το ρήμα σκοπέω (-ώ).

______________________ Post 48.______________



Δεν υπάρχουν σχόλια: