Etymology of dense
The adj dense derives from the Latin densus (dense), which is related to the Greek adj δασύς (dasys; dense).
From the same root: density
In modern Greek.
α) δασύς: dense, thick [dasys]
Το επίθετο dense (πυκνός) προέρχεται από το Λατινικό densus (dense), το οποίο σχετίζεταιμε το Ελληνικό δασύς.
_______________________Post 45.________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου