Κυριακή 10 Αυγούστου 2008

ETYMOLOGY OF DENSE, DENSITY

Etymology of dense

The adj dense derives from the Latin densus (dense), which is related to the Greek adj δασύς (dasys; dense).

From the same root: density

In modern Greek.
α) δασύς: dense, thick [dasys]
β) δασύτητα: density, denseness [dasytita]

OED

Το επίθετο dense (πυκνός) προέρχεται από το Λατινικό densus (dense), το οποίο σχετίζεταιμε το Ελληνικό δασύς.

_______________________Post 45.________________






Δεν υπάρχουν σχόλια: