Etymology of bomb
Bomb derives from the french bombe, from the latin bombus (a buzzing sound), from the greek bombos (βόμβος).
From the same root.
bombard, bombardment, bombardon
In modern Greek
a) bombos (or better vomvos): buzz, drone [βόμβος]
b) bomba (or vomva): bomb [βόμβα]
c) bombardizo (or vomvardizo): bomb, shell [βομβαρδίζω]
d) bombardismos (or vomvardismos): bombing, shelling [βομβαρδισμός]
e) bombardistiko (or vomvardistiko): bomber [βομβαρδιστικό]
Bomb προέρχεται από το γαλλικό bombe, από το Λατινικό bombus, από το ελληνικό βόμβος.
_______________________ Post 60. __________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου