Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

ETYMOLOGY OF CLERIC - CLERGYMAN - CLERGY

Etymology of cleric.

Cleric derives from the latin clericus (priest), from the Greek clericos (priest; κληρικός).

From the same root.
clergyman, clergy, clerical, clericalism, clerk

In modern Greek
a) clericos: priest [κληρικός]
b) clericalismos: clericalism [κληρικαλισμός]
c) cleros: clergy [κλήρος]
d) cleros: lot, portion [κλήρος]

OED

Το cleric (κληρικός) προέρχεται από το λατινικό clericus (priest), από το ελληνικό κληρικός.


_______________________Post 61. ______________________

Δεν υπάρχουν σχόλια: