Etymology of cleric.
Cleric derives from the latin clericus (priest), from the Greek clericos (priest; κληρικός).
From the same root.
clergyman, clergy, clerical, clericalism, clerk
In modern Greek
a) clericos: priest [κληρικός]
b) clericalismos: clericalism [κληρικαλισμός]
c) cleros: clergy [κλήρος]
d) cleros: lot, portion [κλήρος]
OED
Το cleric (κληρικός) προέρχεται από το λατινικό clericus (priest), από το ελληνικό κληρικός.
_______________________Post 61. ______________________
Cleric derives from the latin clericus (priest), from the Greek clericos (priest; κληρικός).
From the same root.
clergyman, clergy, clerical, clericalism, clerk
In modern Greek
a) clericos: priest [κληρικός]
b) clericalismos: clericalism [κληρικαλισμός]
c) cleros: clergy [κλήρος]
d) cleros: lot, portion [κλήρος]
OED
Το cleric (κληρικός) προέρχεται από το λατινικό clericus (priest), από το ελληνικό κληρικός.
_______________________Post 61. ______________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου