Σάββατο 19 Απριλίου 2008

Etymology of stop

Etymology of stop

According to WKN  one of the possible etymologies of stop is from the Latin noun stuppa (coarse part of flax, tow) and  the verb stuppare (to stop or stuff with tow or oakum, to prevent a flow by blocking a hole). Stuppa is related to the ancient Greek word  stupee (oakum). 

The verb was adopted by many languages (It. stoppare, Fr. etouper, Ger. stopfen) and in English stop.

In modern Greek
stupi: oakum [στουπί]

From the same root: _
stopper, stopgap, stoppage, stopping, stopple etc.


Το στουπί στα αρχαία ελληνικά λεγόταν στυππείον ή στυππή, λέξη η οποία σχετίζεται με  το Λατινικό stuppa και το ρήμα stuppare (σταματώ, πωματίζω με στουπί, αναστέλλω τη ροή μπλοκάρωντας το άνοιγμα), από το οποίο κατά μια ετυμολογία προήλθε το stop. 

Το ρήμα υιοθετήθηκε από πολλές γλώσσες (Ιταλικά stoppare, Γαλλικά etouper, Γερμανικά stopfen) και στα Αγγλικά stop.

__________________________ Post: 13 ______________

Δεν υπάρχουν σχόλια: